- ριπίρ
- Α1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥιπίς, τὸ πλέγμα, ἤ ἐκ σχοίνου πέτασος. Ἀττικοὶ δὲ ῥιπίδα, ᾧ τὸ πῡρ καίουσικαὶ τραπέζας οὕτω λέγουσι»2. πιθ. είδος παιχνιδιού με κρίκους.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. ῥιπίρ, που παραδίδει ο Ησύχ., με την πρώτη σημ. «πλέγμα» συνδέεται με το ῥιπίς (ΙΙ), ενώ με τη σημ. «ῥιπίδα, ᾧ τὸ πῦρ καίουσι» συνδέεται με το ῥιπίς (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.